σκότους

σκότους
σκότος
darkness
neut gen sg (attic epic doric)
σκότος
darkness
masc acc pl
σκοτόω
darken
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ντανς Σκότους, Τζον — (John Duns Scotus, Μάξτον, περ. 1265 – Κολονία 1308). Σκοτσέζος φιλόσοφος και θεολόγος. Μπήκε νεότατος στο τάγμα των Φραγκισκανών, σπούδασε αρχικά στην Οξφόρδη, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου ήταν ζωντανή η επιστημονική παράδοση του Βάκωνα, του… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… …   Dictionary of Greek

  • φωτοπεριοδικότητα — η, και φωτοπεριοδισμός, ο, Ν βιολ. η αντίδραση τών ζωντανών οργανισμών στις εναλλαγές τών περιόδων φωτός και σκότους και, συγκεκριμένα, η λειτουργική ή συμπεριφορική απόκριση ενός οργανισμού στις μεταβολές τής διάρκειας τών ημερήσιων, εποχικών ή… …   Dictionary of Greek

  • ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… …   Dictionary of Greek

  • The Left Hand of Darkness — infobox Book | name = The Left Hand of Darkness title orig = translator = image caption = Cover of first edition paperback author = Ursula K. Le Guin illustrator = cover artist = country = United States language = English series = Hainish Cycle… …   Wikipedia

  • темныи — Темный темныи, ая, ое; теменъ, а, о (1) 1. Лишенный света, погруженный во мрак, неосвещенный или малоосвещенный: Не тако ли, рече, рѣка Стугна; худу струю имѣя, пожръши чужи ручьи и стругы, ростре на кусту, уношу князю Ростиславу затвори Днѣпрь,… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • власть — ВЛАСТ|Ь (918), И с. 1.Область, княжество, государство: изѩславоу же кънѩзоу тогда прѣдрьжѩщоу обѣ власти. и оц҃а своего ˫арослава. и брата своего володимира. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); Бра(т) и сълоужьбьника нашего иѡана купрьскааго острова …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мракъ — МРАК|Ъ (60), А с. Мрак, темнота: се грѧдеть г҃ь кто сътьрпить страхъ ѥго. д҃нь мрака и тьмы како ѹбѣжiмъ бѹдѹщаго вѣка и д҃не зла. СбТр XII/XIII, 17 об.; ѡметь же ѥсть адамъ. иже съ высоты раискы˫а жизни. въ преисподнии ада. сниде мракъ. ѥгоже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”